τελεστικός

τελεστικός
-ή, -όν, Α [τελεστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.)
2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.)
3. κατάλληλος για μύηση («μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τελεστικόν
α) χρηματική καταβολή για την παραδοχή στον ιερατικό κλάδο
β) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ξηρὸν σῡκον»
5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελεστικά
πιθ. ονομασία τελετής.
επίρρ...
τελεστικῶς Μ
κατά τρόπο τελεστικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τελεστικός — fit for finishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικά — τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικῶν — τελεστικός fit for finishing fem gen pl τελεστικός fit for finishing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικόν — τελεστικός fit for finishing masc acc sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικώτατα — τελεστικός fit for finishing adverbial superl τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικώτατον — τελεστικός fit for finishing masc acc superl sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικαῖς — τελεστικός fit for finishing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικαί — τελεστικός fit for finishing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικοῖς — τελεστικός fit for finishing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικοί — τελεστικός fit for finishing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”